- βαριόμοιρος
- -η, -οκακόμοιρος, δυστυχισμένος, με μοίρα βαριά: Το βαριόμοιρο παιδί έχασε πολύ μικρό τους γονείς του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαριόμοιρος — και βαρόμοιρος, η, ο αυτός που έχει βαριά μοίρα, κακότυχος … Dictionary of Greek
βαρυδαίμων — βαρυδαίμων, ον (Α) αυτός που έχει βαριά μοίρα, βαριόμοιρος, κακότυχος … Dictionary of Greek
βαρύποτμος — βαρύποτμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) βαριόμοιρος, δυστυχισμένος 2. (για γεγονότα) βαρύς, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πότμος («ό,τι προσπίπτει σε κάποιον τυχαία, μοίρα, πεπρωμένο») < πίπτω] … Dictionary of Greek
βαρύτλητος — βαρύτλητος, ον (Α) 1. βαριόμοιρος, δύστυχος 2. (για συμφορά) ανυπόφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.)τλᾱ , τλήναι (πρβλ. άτλητος)) … Dictionary of Greek
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek